- συγγενής
- -ές, ΝΜΑ, θηλ. και συγγένισσα Ν, θηλ. και συγγενίς, -ίδος, Α1. αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος, που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «είναι μακρινός μου συγγενής» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῑς», Ηρόδ.)2. αυτός που υπάρχει εκ γενετής, σύμφυτος, εγγενής («συγγενής νόσος»)3. συνεκδ. αυτός που έχει κοινή προέλευση ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλο, παραπλήσιος, παρόμοιος, όμοιος (α. «συγγενείς επιστήμες» β. «ἡ ψυχὴ συγγενὴς οὖσα τῷ θείῳ», Πλάτ.)4. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι συγγενείςτα άτομα που συνδέονται με δεσμούς συγγένειας, συγγενολόινεοελλ.1. ιατρ. (για σωματικό ή ψυχικό γνώρισμα, διαμαρτία διαπλάσεως ή νόσο) αυτός που υπάρχει κατά τη γέννηση και μπορεί να οφείλεται σε κληρονομικότητα ή σε επίδραση πάνω στο έμβρυο κατά τη διάρκεια τής ενδομήτριας ζωής («συγγενής διαμαρτία»)2. φρ. «τόν έχω συγγενή σαν τής γούνας μου το μανίκι» — δηλώνει την αμφισβήτηση ή ανυπαρξία συγγένειαςαρχ.1. (στην περσική Αυλή) προσωνυμία την οποία απέδιδε ο βασιλιάς ως ένδειξη τιμής2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συγγενέςα) η συγγενική σχέσηβ) το πνεύμα, η διάθεση, η ροπή μιας οικογένειας ή μιας γενιάς («τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς Ὀλυμπιονίκα δίς», Πίνδ.)γ) η φυσική δύναμη («αὔξει τὸ συγγενές», Αριστοτ.)3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ συγγενῆτα ομοειδή πράγματα4. φρ. α) «συγγενεῑς τρίχες» — οι τρίχες τής κεφαλής, που υπάρχουν εκ γενετής, σε αντιδιαστολή προς τα γένια, που φυτρώνουν αργότερα (Αριστοτ.)β) «συγγενὴς γάμος» — γάμος μεταξύ συγγενών (Αισχύλ.) γ) «συγγενὴς τιμωρία» — η τιμωρία που αρμόζει στην περίσταση (Λυκούργ.)δ) «συγγενὲς εἶδος» — χαρακτήρας, φύση (Ιπποκρ.) ε) «συγγενεῑς μῆνες» — οι μήνες τού φυσικού βίου (Σοφ.).επίρρ...συγγενῶς Α1. εκ γενετής2. κατά τον ίδιο τρόπο, όμοια («τὰ συγγενῶς εἰρημένα», Φιλόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -γενής (< γένος), πρβλ. ἐγ-γενής].
Dictionary of Greek. 2013.